γαλλομανής

γαλλομανής
-ές (Α γαλλομανής, -ές)
νεοελλ.
ο μανιώδης θαυμαστής τών Γάλλων
αρχ.
αυτός που κατέχεται από μανία σαν τους Γάλλους*, τους ιερείς τής Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. γαλλομανής < γάλλος (II) + -μανής < μαίνομαι, ενώ το νεοελλ. γαλλομανής < Γάλλος (Ι) + -μανής < μαίνομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαλλομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που τρέφει έντονο θαυμασμό για τους Γάλλους ή μιμείται υπερβολικά τους γαλλικούς τρόπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλλομανεῖς — γαλλομανής frenzied like a masc/fem acc pl γαλλομανής frenzied like a masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”